- περικαρδίτιδα
- [-ίτις (-ιδος)] η мед. перикардит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περικαρδίτιδα — η, Ν ιατρ. 1. φλεγμονή τού περικαρδίου, που άλλοτε είναι ιδιοπαθής και άλλοτε οφείλεται σε ίωση 2. φρ. «συμφυτική περικαρδίτιδα» περικαρδίτιδα που οφείλεται συχνότερα σε παλαιά φυματίωση και κατά την οποία το περικάρδιο μεταβάλλεται σε άκαμπτο… … Dictionary of Greek
περικαρδίτιδα — η φλεγμονή, πάθηση του περικαρδίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατελεκτασία — Ιατρικός όρος που δηλώνει τη μείωση ή εξαφάνιση του αέρα από τις πνευμονικές κυψελίδες. Τις περισσότερες φορές οφείλεται σε απόφραξη ενός βρόγχου, με ταχεία απορρόφηση του αέρα από τις κυψελίδες, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του πνευμονικού … Dictionary of Greek
καρδίτιδα — η φλεγμονή τής καρδιάς, όρος που περιλαμβάνει την περικαρδίτιδα, την ενδοκαρδίτιδα και τη μυοκαρδίτιδα … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
περιτονίτιδα — Η σημαντικότερη πάθηση του περιτοναίου μπορεί να είναι διάχυτη ή περιγεγραμμένη, σε οξεία ή χρόνια μορφή. Οι οξείες διάχυτες π. οφείλονται τις περισσότερες φορές σε διάτρηση, φλεγμονώδη ή όχι, ενός τμήματος του πεπτικού σωλήνα: η κλινική εικόνα… … Dictionary of Greek
συμφυτικός — ή, ό / συμφυτικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφυτος] αυτός που επιφέρει σύμφυση νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύμφυση 2. ιατρ. (για φλεγμονή) αυτή που προκαλεί συμφύσεις μεταξύ οργάνων ή ιστών τού σώματος, οι οποίοι είναι φυσιολογικά χωριστοί… … Dictionary of Greek
εξωκαρδίτιδα — η (ιατρ.), φλεγμονή του περικαρδίου, η περικαρδίτιδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)